- σενάτον
- και σένατον, τὸ, Μτο κτήριο όπου στεγαζόταν η σύγκλητος ή η γερουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. senatus «σύγκλητος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σένατον — τὸ, Μ βλ. σενᾱτον … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek